ἄρθρῳ

ἄρθρῳ
ἄρθρον
joint
neut dat sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἄρθρωι — ἄρθρῳ , ἄρθρον joint neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραρθρώ — έω και όω, Α 1. παθαίνω μερική εξάρθρωση 2. κάνω κάτι να εξαρθρωθεί, εξαρθρώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + αρθρῶ (< αρθρος < ἄρθρον), πρβλ. εξ αρθρώ] …   Dictionary of Greek

  • αρθρώνω — (AM ἀρθρῶ, όω) [άρθρον] 1. συναρμόζω τα μέλη ενός σώματος 2. προφέρω έναρθρους ήχους αρχ. ενισχύω, δυναμώνω κάτι …   Dictionary of Greek

  • περιαρθρώ — όω, Μ συναρμόζω κάτι ολόγυρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι + ἀρθρῶ (πρβλ. εξαρθρώ)] …   Dictionary of Greek

  • συναρθρώνω — συναρθρῶ, όω, ΝΑ νεοελλ. συνδέω με άρθρωση, κυρίως, συνδέω τα επιμέρους τμήματα ενός πράγματος σε ένα αρμονικό σύνολο, συναρμολογώ, συναρμόζω αρχ. 1. γραμμ. συντάσσω με άρθρο 2. (μέσ. και παθ.) συναρθροῡμαι, όομαι α) συνδέομαι με άρθρωση («τὸ ἄνω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”